μυστήριος

μυστήριος
-α, -ο (Μ μυστήριος, -ία, -ον)
το ουδ. ως ουσ. βλ. μυστήριο
νεοελλ.
παράξενος, μυστηριώδης, ακατανόητος
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μυστήριος
α) μύστης
β) κοινωνός, έμπιστος.
επίρρ...
μυστηρίως (Α)
μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο υποχωρητικά από το αρχ. ουσ. μυστήριον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυστήριος — α, ο άνθρωπος παράξενος, αινιγματικός, ύποπτος: Στο διπλανό διαμέρισμα μένει ένας μυστήριος άντρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • μυστηρίως — (Α) επίρρ. βλ. μυστήριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”